dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εργασιακή θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitsstelle
Ⓦ
Ⓖ
…
θέση εργασίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitsstelle
Ⓦ
Ⓖ
…