dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μισθωτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitnehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
απασχολούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Arbeitnehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εργαζόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Arbeitnehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υπάλληλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Arbeitnehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)