dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
βερίκοκο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aprikose
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βερικοκιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aprikose
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)