dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μέτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anteilseigner
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
εταίρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anteilseigner
Ⓦ
Ⓖ
…