dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ενατενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anstarren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ατενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anstarren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενατένιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anstarren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στυλώνω τα μάτια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anstarren
Ⓦ
Ⓖ
…