dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τακτοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διάταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
διάταγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαταγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θέσπισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαρρύθμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διευθέτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διασκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)