dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υπόθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angelegenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ζήτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angelegenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δουλειά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angelegenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πράγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angelegenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δουλεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angelegenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)