dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
οινόπνευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Alkohol
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αλκοόλ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Alkohol
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αλκοόλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Alkohol
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σπίρτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Alkohol
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)