dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μασχάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Achsel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ώμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Achsel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ωμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Achsel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
λαβή μασχάλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Achselgriff
Ⓦ
Ⓖ
…
μασχάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Achselhöhle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ιδρώτας μασχάλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Achselschweiß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ανασήκωμα των ώμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Achselzucken
Ⓦ
Ⓖ
…