dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
παραλλαγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abwechslung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εναλλαγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abwechslung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
περιτροπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abwechslung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ψυχαγωγία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abwechslung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)