dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αββαείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abtei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αβαείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abtei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ηγουμενείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abtei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιερά μονή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abtei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μοναστήρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abtei
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)