dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
νέκρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Absterben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
νέκρωσις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absterben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απονεκρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absterben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαραίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absterben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νεκρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absterben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)