dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
αντίγραφο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abschrift
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αντιγραφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abschrift
Ⓦ
Ⓖ
…