dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τμήμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ενότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απόκομμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απόσπασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εδάφιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παράγραφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)