dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σύμπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zufall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύμπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kongruenz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύμπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zusammentreffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)