dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σύμμαχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
alliiert
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σύμμαχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bundesgenosse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σύμμαχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Alliierte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σύμμαχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbündet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σύμμαχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verbündete
Ⓦ
Ⓖ
…