dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σύγχρονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichzeitig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σύγχρονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
modern
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σύγχρονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zeitgenössisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σύγχρονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heutig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)