dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
συνεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verschmelzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Begegnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beischlaf
Ⓦ
Ⓖ
…