dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
σαράκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Holzwurm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σαράκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kummer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σαράκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trübsal
Ⓦ
Ⓖ
…