dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ποικίλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwechseln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ποικίλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
variieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ποικίλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmücken
Ⓦ
Ⓖ
…