dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
πεταχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hervorstehend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πεταχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lebhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πεταχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angeworfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πεταχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschwingt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πεταχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flüchtig
Ⓦ
Ⓖ
…