dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μολύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anstecken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μολύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschmutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μολύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
infizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μολύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kontaminieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μολύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verunreinigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μολύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschmutzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μολύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verseuchen
Ⓦ
Ⓖ
…