dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
λυμφατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lymphatisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λυμφατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwächlich
Ⓦ
Ⓖ
…