dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λιθοβολισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Steinigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λιθοβολισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Steinwurf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λιθοβολισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Werfen von Steinen
Ⓦ
Ⓖ
…