dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
καλλιεργητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Landwirt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
καλλιεργητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pfleger
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
καλλιεργητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Züchter
Ⓦ
Ⓖ
…