dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εφεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erfindung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εφεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Innovation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εφεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Neuerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εφεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Neuheit
Ⓦ
Ⓖ
…