dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εμφάνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Auftritt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εμφάνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erscheinen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εμφάνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufzug
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εμφάνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entwicklung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εμφάνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Auftreten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εμφάνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aussehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εμφάνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erscheinung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)