dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
διαφωνών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dissidentin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
διαφωνών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dissident
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διαφωνών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regimekritisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διαφωνών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Regimekritiker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διαφωνών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Systemkritiker
Ⓦ
Ⓖ
…