dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erkennbar sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich auszeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgezeichnet werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hervorragen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hervortreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich abheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich abzeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich hervortun
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich unterscheiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auszeichnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακρίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hervortun
Ⓦ
Ⓖ
…