dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
διαζευγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschiedene Person
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διαζευγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschieden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Πρόθεση
διαζευγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
getrennt
Ⓦ
Ⓖ
…