dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αυτονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Autonomie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αυτονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eigengesetzlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αυτονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Selbstverwaltung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αυτονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Laufzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)