dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αυτοματισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Automatisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αυτοματισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Automatismus
Ⓦ
Ⓖ
…