dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αρρυθμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Missverhältnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αρρυθμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Störung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αρρυθμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unregelmäßigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…