dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αρετή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tugend
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αρετή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorzug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αρετή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Moral
Ⓦ
Ⓖ
…