dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
απόδραση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Flucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόδραση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Flucht aus dem Gefängnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόδραση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausbruch
Ⓦ
Ⓖ
…