dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανοιχτοχέρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
großzügig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανοιχτοχέρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
freigebig
Ⓦ
Ⓖ
…