dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Auffindung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανεύρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wiederaufnahme
Ⓦ
Ⓖ
…