dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μεταφραστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Übersetzer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
μεταγλωττιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Übersetzer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διερμηνέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Übersetzer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)