dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αδιάκριτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neugierig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιάκριτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
indiskret
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιάκριτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
taktlos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιάκριτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unspezifisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιάκριτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wahllos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιάκριτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
willkürlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αδιάκριτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wissbegierig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιάκριτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht wahrnehmbar
Ⓦ
Ⓖ
…