dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανήκουστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
empörend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανήκουστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerhört
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανήκουστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hanebüchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανήκουστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungeheuerlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανήκουστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unglaublich
Ⓦ
Ⓖ
…