dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Arrest
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Begrenzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Deckelung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Repression
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Internierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)