dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
εραστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Liebhaber
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λάτρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Liebhaber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ερωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Liebhaber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
θιασώτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Liebhaber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μερακλής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Liebhaber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μερακλού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Liebhaber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ερασιτέχνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Liebhaber
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)