dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
συχνάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufsuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συχνάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
häufig besuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συχνάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
frequentieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συχνάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verkehren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)