dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ρεζέρβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ersatzteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρεζέρβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ersatzrad
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρεζέρβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ersatzreifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρεζέρβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reserve
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρεζέρβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Reserverad
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ρεζέρβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Reservereifen
Ⓦ
Ⓖ
…