dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σεξουαλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuell
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
σεξουαλικώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuell
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
αμφιφυλόφιλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bisexuell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ετεροφυλόφιλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heterosexuell
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομοφυλόφιλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
homosexuell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ομοφυλοφιλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
homosexuell
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαϊδεύω ερωτικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuell berühren
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αφροδισιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuell reizend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αφροδισιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuell stimulierend
Ⓦ
Ⓖ
…
σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuell übertragbare Krankheit
Ⓦ
Ⓖ
…
σεξουαλική παρενόχληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuelle Belästigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διακρίσεις λόγω φύλου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuelle Diskriminierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σεξουαλική διάκριση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
sexuelle Diskriminierung
Ⓦ
Ⓖ
…
σεξουαλική ελευθερία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuelle Freiheit
Ⓦ
Ⓖ
…
βιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuelle Gewalt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σεξουαλική επαφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
sexuelle Kontakt
Ⓦ
Ⓖ
…
σεξουαλικές μειονότητες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuelle Minderheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σεξουαλική μειονότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
sexuelle Minderheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
γενετήσιος προσανατολισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
sexuelle Orientierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γενετήσιος ακρωτηριασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuelle Verstümmelung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αμφισεξουαλικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
transsexuell
Ⓦ
Ⓖ
…