dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ρυθμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τακτοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βολεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρεγουλάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταιριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταχτοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεμπερδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
οι
κανόνες της ψηφοφορίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abstimmungsregeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ρυθμιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regelnd
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σιάχνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διοικητικός κώδικας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verwaltungsregeln
Ⓦ
Ⓖ
…