dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σφυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
σφυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auspfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίρνω με τις λεμονόκουπες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auspfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γιουχαΐζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auspfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αποδοκιμαστικό σφύριγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Auspfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποδοκιμάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auspfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αψηφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
darauf pfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
καπνός πίπας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pfeifentabak
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
καπνός για πίπες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pfeifentabak
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καρφώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verpfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verpfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…