dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αγαπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lieben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αγαπάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lieben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
αρέσκεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Belieben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προαίρεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Belieben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κρυφαγαπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heimlich lieben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
στοργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liebend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αξιαγάπητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liebenswert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αξιολάτρευτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liebenswert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συμπαθητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liebenswert
Ⓦ
Ⓖ
…
προσηνής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liebenswürdig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ευγενικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liebenswürdig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πράος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liebenswürdig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γλυκομίλητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liebenswürdig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φιλοφρονητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liebenswürdig
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ερασμιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Liebenswürdigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φιλοφρόνηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Liebenswürdigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φιλοφροσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Liebenswürdigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
αβέρτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nach Belieben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κατά βούληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nach Belieben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ερωτεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verlieben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στάσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sitzen geblieben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λατρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
über alles lieben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπεραγαπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
über alles lieben
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
καθυστερημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückgeblieben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κοντοστούπης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückgeblieben
Ⓦ
Ⓖ
…