dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διευθυντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leitend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κατευθυντήριος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leitend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αγώγιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leitend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διευθύνων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leitend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
συνοδευτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begleitend
Ⓦ
Ⓖ
…
προκαταρκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einleitend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
εισαγωγικώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einleitend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
εισαγωγικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einleitend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διευθυντικό στέλεχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
leitende Angestellte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διευθύνων υπάλληλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
leitender Angestellter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διευθύνων σύμβουλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
leitender Berater
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διοικητικό στέλεχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leitender Verwaltungsangestellter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
δελεαστικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verleitend
Ⓦ
Ⓖ
…