dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παντόφλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Latschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
παλιοπάπουτσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Latschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σέρνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
latschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
χειροκροτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beklatschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταχειροκροτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beklatschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειροκροτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in die Hände klatschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κουβεντιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klatschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χειροκροτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klatschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κουτσομπολεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klatschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαδίδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klatschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θάψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Klatschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χειροκρότημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Klatschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θάβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klatschen
Ⓦ
Ⓖ
…